-
1 камфорный
камфор||ныйприл καμφορικός, καμφο-ροῦχος:\камфорныйное дерево τό καμφορόδενδρο· \камфорныйное масло τό καμφορέλαιο, τό καφου-ρόλαδο· \камфорныйный спирт τό καμφορικό οἰ-νόπνευμα. -
2 спирт
το οινόπνευμαабсолютный - καθαρό -, απόλυτο -безводный - см. абсолютный -бутиловый - η βουτανόλη, η βουτιλική αλκοόληвинный - см. этиловый -двухатомный - η δισθενής αλκοόλη, η γλυκόζηметиловый - (метанол) το μεθυλόπνευμα, η πολυσθενής αλκοόληпервичный - η πρωτοταγής αλκοόλη, το πρωτότυπο οινοπνευματώδες υγρό- салициловый - η σαλιγενίνη, η ιτεογονίνηэтиловый - το αιθυλόπνευμα, η αιθυλική αλκοόλη (С2Н5ОН)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спирт